- αμνεύς
- ἀμνεὺς (-έως), ο (Α)ο νοτιοανατολικός άνεμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. από το αμνός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμνέα — ἀμνέᾱ , ἀμνεύς south east wind masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)